παλουκιά

παλουκιά
η
1. το χτύπημα, η ξυλιά με παλούκι.
2. ατυχία, ζημιά: Έφαγε πολλές παλουκιές με τις νέες επιχειρήσεις του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλουκιά — η [παλούκι] 1. χτύπημα με παλούκι 2. μτφ. ατυχία, ζημιά, οδυνηρό πάθημα, περιπέτεια …   Dictionary of Greek

  • Salamis Island — Infobox Greek Isles name = Salamina native name = Σαλαμίνα skyline = Kaki vigla 02.jpg sky caption = Kaki Vigla Beach coordinates = coord|37|56|N|23|30|E|display=inline,title|region:GR type:isle chain = Saronic Islands isles = area = 96.161… …   Wikipedia

  • παλούκι — το (Μ παλούκι) μακρόστενη ράβδος, ιδίως από ξύλο, με μυτερή τη μία άκρη της για να μπήγεται στο χώμα ή στον τοίχο, πάσσαλος νεοελλ. 1. μτφ. δύσκολο έργο, μεγάλη δυσκολία (α. «αυτή η δουλειά είναι παλούκι» β. «τά βρήκαμε παλούκια» συναντήσαμε… …   Dictionary of Greek

  • παλουκοκαύτης — ο αυτός που καίει τα παλούκια· λέγεται για το μήνα Μάρτη που με τα ξαφνικά κρύα του αναγκάζει τους αγρότες να κάψουν και τα παλούκια ακόμη από τους φράχτες τους: Μάρτης, γδάρτης και παλουκοκαύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Salamina (Gemeinde) — Salamina Δήμος Σαλαμίνας (Σαλαμίνα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • παλουκοκαύτης — ο (για τον μήνα Μάρτιο) αυτός που, λόγω τού ξαφνικού κρύου, αναγκάζει τον κόσμο να καίει ακόμη και τα παλούκια επειδή έχουν εξαντληθεί κατά τον χειμώνα τα αποθέματα καυσίμων («Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι +… …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

  • Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …   Dictionary of Greek

  • παλούκι — το (λ. λατ.) 1. πάσσαλος: Χρειάζονται πολλά παλούκια για την περίφραξη του κτήματος. 2. μτβ., δυσκολία, δύσκολο έργο: Αυτή η δουλειά είναι παλούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”